κακουχώ

κακουχώ
(AM κακουχῶ, -έω)
1. υποβάλλω κάποιον σε κακουχίες, κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ, βασανίζω
2. παθ. κακουχούμαι, -έομαι
κακοποιούμαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι
νεοελλ.-μσν.
υπόκειμαι σε στερήσεις και θλίψεις, υποφέρω, τυραννιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ουχῶ (< -οῦχος < ἔχω), πρβλ. αλληλ-ουχώ, γαλ-ουχώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακακούχητος — η, ο [κακουχώ] αυτός που δεν έχει υποστεί κακουχίες, ο αταλαιπώρητος …   Dictionary of Greek

  • κακουχίζω — (Μ) 1. (μτβ.) α) κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ, βασανίζω β) ταπεινώνω 2. μέσ. κακουχίζομαι ταπεινώνομαι 3. (αμτβ.) ασθενώ («ἐκακούχισεν (ὁ ρήγας)... καὶ ὅνταν ἐκαλυτέρισεν...», Μαχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακουχῶ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ίζω, από τον… …   Dictionary of Greek

  • συγκακουχούμαι — έομαι, Α ταλαιπωρούμαι μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κακουχῶ «ταλαιπωρώ, βασανίζω, κακομεταχειρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”